παρενθέσεως

παρενθέσεως
παρενθέσεω̆ς , παρένθεσις
putting in beside
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γαρ — γὰρ (σύνδ.) (AM) 1. επειδή 2. βέβαια 3. λοιπόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < γε + αρ/άρα. Πρόκειται για συνδυασμό τού επιτατικού γε και τού προσθετικού άρα. Απαντά συχνά στον Όμηρο και σ όλη την αρχαία ελληνική γραμματεία. Εκφράζει κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά …   Dictionary of Greek

  • παρενθετικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρένθεση 2. αυτός που λέγεται ή γράφεται κατά παρένθεση («παρενθετική πρόταση») 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) «τα παρενθετικά» τα δύο σημεία τής παρενθέσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρένθεση. Η λ. μαρτυρείται από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”